-
1 ἐκ-πετάννθμι
ἐκ-πετάννθμι (s. πετάννυμι), ausbreiten, Pol. 1, 44, 3 u. A., Segel ausspannen, wie ἐκπετάσουσι πόδα ναός Eur. I. T. 1134; δίκτυον orac. bei Her. 1, 62; πτέρυγας, zum Fliegen ausspannen, Mel. 52 (V, 179); τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar. Equ. 1347; ἐκπετάσας πώγωνα Luc. Tim. 54; στέφος ἐξεπέτασσε Bion. 1, 88, auseinanderreißen u. hinwerfen; ἐπὶ κῶμον ἐκπετασϑείς Eur. Cycl. 497; vgl. ἐκπεπταμένως.
-
2 ἐκπετάννθμι
ἐκ-πετάννθμι, ausbreiten; Segel ausspannen; πτέρυγας, zum Fliegen ausspannen; στέφος ἐξεπέτασσε, auseinanderreißen u. hinwerfen
См. также в других словарях:
εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε … Dictionary of Greek